Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Λύρα του Πόντου,


Ποιητές ποντιακής καταγωγής



Επιχειρώντας μια γρήγορη περιήγηση στο πεντακοσιοσέλιδο πόνημα δεκάχρονης επίπονης ανθολογικής ενασχόλησης των Νίκου Γρηγοριάδη και Χρήστου Τουμανίδη το οποίο οι δύο συνεργάτες του έργου χαρακτηρίζουν στον πρόλογό τους ως μια «ιδιότυπη Ανθολογία (στην οποία) περιλαμβάνονται ποιητές που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές και τάσεις» και είναι «ποιητές ποντιακής καταγωγής που γράφουν μόνο ή κυρίως (...) στην κοινή νεοελληνική» - θα σταθούμε σε ορισμένα καίρια σημεία του συγγράμματος, τα οποία ξεκινούν με το προλογικό και το εισαγωγικό μέρος και ολοκληρώνονται με το επιλεγμένο ποιητικό έργο ορισμένων εκ των σαράντα δύο δ ημιουργών.


Αναφορικά, λοιπόν, με την επιλογή των συγκεκριμένων ποιημάτων της «Λύρας του Πόντου» οι ανθολόγοι διευκρινίζουν πως ναι μεν στο κάλεσμά τους ανταποκρίθηκαν πολύ περισσότεροι ποιητές, οι οποίοι δυστυχώς όμως δεν κάλυπταν τα ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια που είχαν εξ αρχής θέσει και έτσι δεν έγινε αποδεκτό το έργο τους. Ως τέτοια κριτήρια κατά κανόνα - πλην των εξαιρέσεων κατά των οποίων διαφαινόταν μια «προοιωνιζόμενη αξιόλογη (ποιητική) εξέλιξη» - ήταν: η «ποιητική όραση της ζωής και η αίσθηση της ποιητικής γλώσσας» εκ μέρους των ανθολογούμενων ποιητών.

Περνώντας τώρα στο εισαγωγικό σχόλιο της συλλογής, το διατυπωμένο από τον Πανεπιστημιακό Κο Κ. Μητσάκη, θα σταθούμε αφ' ενός στην αναφορά του για το συγκεκριμένο έργο, το οποίο διατείνεται πως έχει γίνει «με πολλή προσοχή και πρόδηλο μεράκι από το Νίκο Γρηγοριάδη και το Χρήστο Τουμανίδη» και αφ' ετέρου σε αναφορές σταθμούς για το έργο ορισμένων εκ των ανθολογημένων ποιητών και την ποίησή τους.

Έτσι, λοιπόν, μας λέει πως: η «ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου είναι εμπνευσμένη από τα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου και την πικρή μεταπολεμική περίοδο», του Κωνσταντινοπολίτη Τάκη Δόξα εμποτισμένα με «έναν αέρα κοσμοπολιτισμού», του Λευτέρη Παπαδόπουλου διαποτισμένα από «μια ευγένεια και μια απέραντη συμπόνια για τον ταπεινό άνθρωπο του μόχθου», ενώ του Χρήστου Σαμουηλίδη «είναι πολύ ωραία ποιήματα, εμπνευσμένα είτε από την αρχαιότητα είτε από την πόλη των νεανικών του χρόνων, τη Σαλονίκη», ενώ συνάμα το «Northern Spiritual» του Τέου Σαλαπασίδη, το θεωρεί ως «ένα από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα». Ακολούθως, «Το πορτραίτο της μάνας μου» του Χρήστου Τουμανίδη ως ένα «σκληρό και γεμάτο καημό ποίημα».

Παίρνοντας τώρα τη σκυτάλη από τον κύριο Μητσάκη, θα αχνοβαδίσουμε στον ποιητικό κορμό της «Λύρας του Πόντου», στεκόμενοι για λίγο σε καίρια - κατά τη γνώμη μας - σημεία της συλλογής, μεταγράφοντας κάποια ποιητικά αποσπάσματα και κάνοντας ορισμένες διαπιστώσεις, επί των παρουσιαζόμενων ποιητικών (της ανθολογίας) μερών, κάνοντας μια πρώτη στάση στις ποιητικές δημιουργίες του ψυχίατρου Ε.Γ. Ασλανίδη, ο οποίος μέσα από τους στίχους του καταγράφει με αδρό, αισθησιακό τρόπο τον άφαν
το και ασίγαστο πόνο της ξεριζωμένης προσφυγιάς της αείφωτης ελληνικής - του πολιτισμού -Ανατολής, από την οποία «Φυσάει άνεμος τους σπόρους / (και) Η Ιστορία των Ελλήνων / Σπέρνει / Προσφυγικούς συνοικισμούς» και « Η νίκη ίπταται ακέφαλη / βαριά από τη μάνα της - το μάρμαρο - / και άπτερος», κάπου εκεί στην «Άγνωστη πατρίδα» την οποία με πολλή τρυφερότητα και αγάπη αναζητά και η ευαίσθητη ψυχή της Ελένης Ζαχαριάδου προσδοκώντας : «Στις μουσικές / στις μυρωδιές /εκείνης της πατρίδας, / που δεν την γνώρισα ποτέ μου , / εκεί που με καλεί / μέσα στον ύπνο μου / να πάω να συναντήσω, / νιώθοντας μόνο μηνύματα / μιας πεθαμένης μάνας / να της τιμήσω τ' όνειρο/ κι εκείνα π' άφησε/ ξέχωρα από τ' άλλα / να της τα φέρω / γιατί τα περιμένει, / αφού δεν μπόρεσε / όσο ζούσε / ποτέ να τ' αποκτήσει .....», ζώντας πλέον μακριά από τη θαλπωρή της γλυκιάς πατρίδας του Πόντου που μαζί με την Ιωνία και την Αιολία γη:

«Έρχονται (καταπώς μας λέγει ο Βενιζέλος Χριστοφορίδης ) λουσμένες σ' ένα φως σκληρό / στο αίμα εκείνων που απόμειναν / στα ικριώματα της Ιστορίας / με το δάχτυλο υψωμένο στην Προδοσία».

Έρχονται, λοιπόν, ματωμένες και σκληρά λαβωμένες αυτές οι πατρίδες « Και συ, (μας λέγει στη συνέχεια) των ακριτών ο δισέγγονος / μέσα σε τούτα τα γυμνά τοπία / - του τραγουδιού καταφύγια - / που κρίνοι μόνο ομορφαίνουν κι ασφοδίλια / με το στίχο μετράς την αδικία / με το σφυρί τις λέξεις καρφώνεις / στα πέτρινα στήθη του καλοκαιριού / (για) να υπάρχεις, να υπάρχεις / ανύπαρχτος» κατά την «Επιστροφή από το Μέτωπο» της απόγνωσης του Θεόκλητου Καρυπίδη « Κρατώντας / στις ωμοπλάτες / το δεκανίκι (σου) (που μ' αυτό) τριγύριζες στη σιωπή / της παγερής νύχτας / (όπου σε) ξεγελούσε / το πράσινο τ' ουρανού / με (τ' ανυπόταχτο) κοπάδι των άστρων», κεντώντας μαζί με το Γιώργο Καραντώνη: «ζητιάνους στίχους / (που) συναντιούνται / ξανά και ξανά / στις γωνιές της λεωφόρου / (κι) επαιτούν / φθαρμένες αναμνήσεις /(κι) απαιτούν / μπαλωμένα οράματα ».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια: