Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Τα χάρτινα καραβάκια μου





Ενα ακόμα απόσπασμα απο το νεο βιβλίο του Μάνου Φαλτάϊτσ
Νηπιακές Μνήμες Πολέμου
1940-1944




Κοφίνι μυαλό!
Πώς δεν βλέπουν την λύσιν οι άλλοι;
Ερώτημα θέλει;
Καράβια χρειάζονται για να φύγει η πείνα



Στο μονίμως και πάντα επίκαιρον, καυτό και απολύτως σημαντικόν θέμα συζήτησης που είχανε οι μεγάλοι, την πείνα, τους τελευταίους μήνες του 1941, φυσικά έπαιρνα και εγώ ενεργότατον μέρος.
Τι σημασία που δεν είχα γίνει ακόμα τεσσάρων ετών;
Ότι μου χρειάζονταν κάποιος καιρός μέχρι να ρθούν τα γενέθλιά μου προς τετραχρόνησιν στες 3 του Γενάρη 1942;
Είχα από τότε απόψεις.
Και έπαιρνα θέσεις και συζητούσα με τους μεγάλους, αξιών να ακούγομαι και να λαμβάνονται σοβαρώς και υπεύθυνα κι οι δικές μου αι θέσεις.
Η υπόθεσις πείνα, εταυτίζετο κατ’ απόλυτη έννοιαν με την λέξιν αποκλεισμός.
Διότι ο αποκλεισμός- το εμπάρκο όπως λέγεται σήμερα- αποτελούσε αποκλειστικώς την αιτίαν της πείνας.
Ψωφο-λυσσάγαμε απ’ την πείνα, διότι οι κύριοι Άγγλοι, οι αγαπημένοι μας σύμμαχοι, απαγόρευαν με ολόκληρον τον πανίσχυρον στόλον των να καταφθάνουν στην χώραν μας πλοία μεταφέροντα προϊόντα πάσης φύσεως και μορφής και ιδιαίτερα τρόφιμα.
Τα δικά μας, όσα παρήγε εκείνη την εποχήν η γη μας, δεν έφταναν.
Το γιατί, είναι μεγάλο κεφάλαιον και βαραίνει απόλυτα όλους τους κερατάδες που εκυβέρνησαν την Ελλάδα από Καποδιστρίου και πέρα.
Βασιλείς, Πρωθυπουργούς, Υπουργούς, Βουλευτές, Νομάρχες, Δημάρχους, Δημόσιους Υπαλλήλους, Καθηγητές του Πανεπιστήμιου, Δημοσιογράφους, Λογίους, Κλητήρες και φυσικά και τον ίδιον τον Λαουτζίκον, που συνηθίζει να βγάζει την ουράν του απέξω όταν πρόκειται να του πουν πως έχει και τούτος ευθύνας.




-Ά μπα, σου λέγει.
-Εγώ είμαι λαός. Φτωχός και αδύναμος.
Κακομοίρης και Πετεφρής. Τι μπορώ να κάνω εγώ;
Να φυτέψω πατάτες στον κήπον μου;
Και ποιός θα μου αγοράσει τον σπόρον;
Και ποιός θα με πληρώσει γιαυτό;
Τζάμπα θα δουλέψω προκειμένου να περιμένω μήνες ολόκληρους να μεγαλώσουνε οι πατάτες και γίνουν κατάλληλες για συγκομιδή και για φάγωμα;
Εγώ είμαι λαός.
Μεροκαματιάρης και κακομοίρης κληρονομικώς και εκ γενετής.
Γενεές -γενεών κι από πάππου προς πάππου είμαστε έτσι.
Τώρα θ’ αλλάξω;
Δεν κάνω γι αυτά.
Εγώ δουλεύω μόνον με πληρωμήν και αγαπώ την μίσθαρνον εργασίαν με ΙΚΑ και ένσημα.
Και εσείς που φωνάζετε: «Εργάσου με γνώσιν λαέ», τι μας θέλετε δηλαδή να βάζομεν και το μυαλό μας ακόμα στην δούλεψιν;
Άστε το ήσυχο προς ξεκούρασιν.
Είναι τόσο ολίγον αυτό όπου έχομεν ώστε, σταμάτα να λες: «κουνηθείτε», Καπετάν Μαστακουνάς και όλοι οι άλλοι.
-Ο καφενές να είναι καλά.Και η πρέφα παρηγορία μας.
Κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.

Έχει ο Θεός και για μας.
Και η σκέψη κι οι αποφάσεις είναι γι αφέντες και ουδέποτε δια μας.
Εννοώ, λέγων αυτά, πως ο λαός έχει επίσης μεγάλας ευθύνας.
Κακομοίρικα σκέφτεται και η ευθύνη των λόγιων, είναι που τον χαϊδεύουν και τσιμποκλαίνε μαζί του και χύνουνε κροκοδείλια δάκρυα.
Διαιωνίζοντες την ιδεολογίαν της κακομοιριάς και φτωχολογιάς.
Όλοι λοιπόν ευθύνονται για την απαίσια πείνα που μας βρήκε εκείνες τες μέρες του 1941.
Αλλά στην δεδομένην περίστασιν, κακοχρονονάχουν οι σύμμαχοί μας οι Άγγλοι, που έκοψαν την ροήν των φαγώσιμων όπου έρχονταν απ’ όλα τα μέρη του κόσμου καθώς και τα υπόλοιπα προϊόντα.
Γνωστότατα με τον τίτλον «Αποικιακά».
Όλα τα άλλα τα σωστά όπου είπα πιο πάνω, σωστά μεν, αλλά χρειάζονται κάποιον χρόνον και ειδικές συνθήκες και πρόγραμμα για να γίνουνε πράξις, μακροπροθέσμως.





-Αλλά τώρα πεινάμε.
Θέλουμε να φάμε.
Αν μείνομεν νηστικοί ένα μήναν ακόμα, πεθαίνομεν απαξάπαντες.
Κάπως έτσι συνέβαιναν τότε τα πράγματα.
Και η πείνα εθέριζε και πολλοί είχαν πεθάνει από πλήρη έλλειψιν φαγητού και όλοι οι άλλοι είχαν γίνει πραγματικοί σκελετοί, και ήταν πια ζήτημα χρόνου να τινάξουν τα πέταλα οι περισσότεροι Έλληνες.
Και αυτοί οι αχρείοι οι Άγγλοι, δεν αφήναν τα πλοία να φέρνουνε τρόφιμα στον πεινασμένον λαόν μας.
Τέτοιους φίλους και σύμμαχους νάχεις, τι τους θέλεις τους άλλους εχθρούς;
Αυτή όμως η πλευρά της ευθύνης των συμμάχων μας Άγγλων, δεν έχει απασχολήσει ως τώρα κανένα.
Φυσικά και την κυρίαν ευθύνην έχουν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, που χωρίς λόγον κανένα εκάναν πόλεμον και δουλώσαν την χώραν μας.
Φυσικά και θέλουν αιώνιον φτύσιμον, κατάρας κι ανάθεμα.
Αλλά, άλλο τόνα άλλο τάλλο.
Εδώ μιλάμε για γενοκτονίαν εκ πείνας ενός ολοκλήρου λαού, που επήλθε με απόφασιν και ευθύνην των Άγγλων.
Δεν ήξεραν ότι οι Έλληνες ετροφοδοτούντο κυρίως με τρόφιμα προερχόμενα από έτερας χώρας;
Που να ξεραθούνε, το ήξεραν.
Δεν εγνώριζαν ότι χωρίς τούτα τα τρόφιμα ο λαός σίγουρα θα πεθάνει κατά ένα μεγάλο ποσοστόν του;
Φυσικά και το ήξεραν.
Άρα, τα καθάρματα, δεν έχουν αυτοί την κυρίως ευθύνην που δεν άφηναν τα καράβια να ρθούν με τροφές στην Ελλάδα;
Φυσικά και την έχουν αυτήν την τεραστίαν ευθύνην.
Δικαιολογία καμιά δεν υπάρχει πάνω σε τούτο το ζήτημα.
Όση ευθύνην είχαν οι κατακτητές Γερμανο-Ιταλοί, άλλη τόσην και πρακτικώς σ’ αυτή την περίπτωσιν πολύ μεγαλύτερη, είχαν οι Άγγλοι που έκοψαν την ροήν των τροφίμων στους Έλληνες.

Όσον αφορά δε το επιχείρημα ότι αφήνοντας τρόφιμα να φτάσουν στην χώραν μας θα τρώγαν και τα στρατεύματα κατοχής, αυτό είναι για κλάματα.
Οι κατακτητές είχαν να φάνε με τον ένα ή έτερον τρόπον. Ο κόσμος δεν είχε και πέθαινε ανελεήτως στους δρόμους εκ παντελούς ασιτίας.
Κλείνων προς στιγμήν αυτήν την ανάλυσιν, επανέρχομαι στην προσωπικήν ιστορίαν μου.


Η συζήτησις λοιπόν απ’ όλον τον κόσμον και φυσικά και τους δικούς μου ανθρώπους, την μητέρα, την θεία Μαρία, τον θείο μου Γιώργη, την γιαγιά μου την Άννα του Παλαιόπυργου και τους γύρω των ευρισκόμενους- διότι είχαν πολλούς και πιστούς φίλους που κατοικοεδρεύαν στα σπίτια μας στην Μελικαρού και τον Παλαιόπυργον- ήτο ο αποκλεισμός, ο υπαίτιος της φρικαλέας πείνας που μας βασάνιζε.
Φυσικά πεινούσα κι εγώ.
Τα παιδιά δεν εξαιρούνται εις παρόμοιας περιπτώσεις της πείνας.
Όσο κι αν τα φροντίζουνε οι μεγάλοι κι αν η μάνα δεν τρώει προκειμένου να δώσει και την υστάτη μπουκιά στα παιδιά της.
Τι γίνεται επομένως;
Ο αποκλεισμός φταίει μεν ο απαίσιος.
Διότι οι Άγγλοι δεν αφήνουν τα καράβια να ρθούνε με τρόφιμα στην Ελλάδα.
Για να δούμε τι λύσις υπάρχει;
Εδώ έχομεν πρόβλημα πλοίων.
Αφού δεν αφήνουν οι Άγγλοι να ρθούνε απ’ έξω καράβια, ας κάνομεν εμείς πλοία δικά μας, να τα στείλομεν από δω κι από κει, να τα φορτώσωμεν με τροφές τα αμπάρια των, και να ρθούνε γεμάτα με όλα τα αγαθά στην Ελλάδα.
Αυτή ήτο η λύσις.
Τα άλλα όλα, λόγια.
Και όπως από τότε ήμουν άνθρωπος δράσης, κι ό,τι εγεννούσε η κεφαλή μου και το θεωρούσα πια τελεσμένο ως σχέδιον άρχιζα αμέσως να το βάζω στην πράξιν, έπιασα κάποια χαρτιά προφανώς από παλαιές εφημερίδες και αφού τάσκισα καταλλήλως δίνοντας τους το μέγεθος πούπρεπε, κατασκεύασα τα πρώτα καράβια του στόλου μου.
-Να, είπα στη μάνα μου.
Θα κάνω εγώ όσα καράβια χρειάζονται για να σπάσωμεν τον αποκλεισμόν και να γεμίσει ξανά η Ελλάδα με ρύζι και ζάχαρη κι ό,τι άλλο χρειάζεται!!!
Στην μητέρα μου και σ’ όλους τους άλλους, έκανε φαίνεται μεγάλην εντύπωσιν τούτο το επεισόδιον.
Και η μητέρα μου το ανάφερε στο γράμμα που έστειλε στον πατέρα μου, έτσι για να γελάσει κι αυτός που υπέφερε στην Αθήνα από την απαίσια πείνα.







Θα γέλασε πικρά όπως δήποτε ο πατέρας μου και θα τούκανε εντύπωσιν σίγουρα, γιατί το αναφέρει στο ημερολόγιόν του εκείνης της εποχής, με τον τίτλον :
« Αποκλεισμός»
«Φύλλα ημερολογίου της εποχής που οι Άγγλοι απέκλεισαν την σύμμαχόν των Ελλάδα όπως και τους άλλους συμμάχους των και ο Ελληνικός λαός κατεδικάσθη εις την φρικωδεστάτην στέρησιν και τον θάνατον από ασιτίαν».

Αντιγράφω αυτό το σημείον από την σελίδα εκείνης της μέρας:

«11-12- 1941...Από την γυναίκα μου έλαβα γράμμα. Μου γράφει ότι ο μικρός μου γυιός κάνει καραβάκια για να τα φορτώση με ζάχαρη και αλεύρι».




Σημείωση κατά πολύ υστερότερη


Καθώς επεξεργάζομαι τις «Νηπιακές μου Μνήμες Πολέμου», είναι φυσικό να παρατηρώ τα διάφορα γεγονότα με τις σημερινές εμπειρίες μου.
Διαβάζοντας τις επιστολές της γιαγιάς μου Άννας του Παλαιόπυργου στον πατέρα μου και θείο μου Νίκο, όπου προτείνει το καταπληκτικό σχέδιό της για αντιμετώπιση της αφόρητης πείνας την ανάπτυξη της αλιείας, είδα ότι κάτι παρόμοιο σκεφτόμουν και γώ για να σπάσω τον αποκλεισμό με τα χάρτινα καραβάκια μου.
Η έμπνευσή μου, αναρωτιέμαι, μήπως γεννήθηκε από τις κινήσεις και τις απόψεις της γιαγιάς μου για ανάπτυξη του ψαρέματος, όπως αναφέρει στις επιστολές της στα δυο παιδιά της;
Πολύ πιθανόν να άκουγα τις απόψεις της, που οπωσδήποτε θα τις συζητούσε με την θεία Μαρία, τον θείο μου Γεώργη, τη θεία μου Αντιγόνη και την μητέρα μου στον Παληόπυργο.
Τα μέλη της οικογένειας συνεργάζονταν στενά μεταξύ τους και πάντα υπήρχε ομοφωνία στις αποφάσεις και σκέψεις τους.







Ακούγοντας επομένως τις απόψεις της γιαγιάς μου για την ανάγκη να αποκτήσει η Σκύρος και άλλες βάρκες ακόμα, προκειμένου να πολλαπλασιαστούν οι ποσότητες των ψαριών και να σταματήσει η πείνα,
θεωρώ πολύ λογικό, να επιρρεάστηκα τόσο, ώστε να μπορέσω να προχωρήσω ένα βήμα ακόμα προσωπικά πάρα πάνω, με την κατασκευή καραβιών που θα σπάγανε τον αποκλεισμό των Εγγλέζων και θα φέρναν από όλα τα μέρη της γης, τρόφιμα και άλλα εφόδια στους αποκλεισμένους και καταδικασμένους απ’ τους Εγγλέζους σε πείνα Έλληνες.
Δεν ξέρω αν είναι έτσι τα πράγματα, αλλά σημειώνω αυτή την οπωσδήποτε σχεδόν παράλληλη δικιά μου σκέψη, με τις ρεαλιστικότατες και πρωτοποριακές θέσεις της γιαγιάς μου της Άννας του Παλαιόπυργου.


Μάνος Φαλτάϊτς

Σάββατο 19 Απρίλη 2008
Βιγλατορία του Παλαιόπυργου, Σκύρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: